- μελάνδρυον
- μελάνδρυονheart of oakneut nom/voc/acc sgμελάνδρυοςdark as the oakmasc/fem acc sgμελάνδρυοςdark as the oakneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελάνδρυον — μελάνδρυον, τὸ (ΑM) η εντεριώνη, η καρδιά τής δρυός αρχ. στον πληθ. τὰ μελάνδρυα τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθέτου μελάνδρυος. Η σημ. τού πληθ. μελάνδρυα «τεμάχια αλίπαστου τόννου» είναι… … Dictionary of Greek
μελανδρύου — μελάνδρυον heart of oak neut gen sg μελάνδρυος dark as the oak masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SALSAMENTUM — depiscibus praecipue: Et quidem Salsamenta magna, apud Graecos, eôdem nomine veniunt, quô piscis, unde sumpta. Sic Icesius Κύβια quae frusta sunt quadrata pelamidis, vocavit pelamidas. Similiter Τόμος θουριανὸς frustum caniculae, quam et ξίφιαν… … Hofmann J. Lexicon universale
μέλανδρυς — μέλανδρυς, υος, ὁ (Α) είδος μεγάλου τόννου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + ανος + δρῦς, δρυός (πρβλ. χαμαί δρυς). Για τη σημασία τού τ. βλ. και λ. μελάνδρυον] … Dictionary of Greek
υπομελανδρυώδης — και, κατά τον Ησύχ., ὑπομαλανδρυώδης, ῶδες, Α αυτός που μοιάζει κάπως με το μελάνδρυον*, με την εντεριώνη τής δρυός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μελάνδρυος «αυτός που έχει μαύρα φύλλα όπως η δρυς» + κατάλ. ώδης (πρβλ. ὀγκ ώδης)] … Dictionary of Greek
μελάνδρυα — a large kind of tunny neut nom/voc/acc pl μελάνδρυον heart of oak neut nom/voc/acc pl μελάνδρυος dark as the oak neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)